- επιδεσμοχαρής
- ἐπιδεσμοχαρής, -ές (Α)(για την ποδάγρα) αυτός που χρειάζεται επιδέσμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί-δεσμος + χάρης (< χαίρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδεσμοχαρές — ἐπιδεσμοχαρής bandage loving masc/fem voc sg ἐπιδεσμοχαρής bandage loving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)